ΥγείαΟλιστικές ΘεραπείεςΟι εμβολιασμοί υπό επιστημονική κρίση

Οι εμβολιασμοί υπό επιστημονική κρίση

Μολονότι το όφελος από τα προγράμματα εμβολιασμών στην ανοσοποίηση του παιδικού πληθυσμού παρουσιάζεται βιβλιογραφικά  πολλαπλάσιο έναντι των κινδύνων, η σωστή ενημέρωση προς τους γονείς πρέπει να περιλαμβάνει και  επιστημονικά στοιχεία  προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο πλήρης.

Σπύρος Α. Κυβέλλος –Ιατρός, Γ.Γ. Έρευνας Διεθνούς Ακαδημίας Κλασικής Ομοιοπαθητικής • www.vithoulkas.com • www.homeopathy.gr • www.classical-homeopathy.gr

Η  ανοσοποίηση του πληθυσμού μέσω της τεχνικής των εμβολιασμών αποτέλεσε για δεκαετίες ολόκληρες ένα κεφάλαιο της συμβατικής Ιατρικής, που άγγιζε τα όρια του απόλυτου κατεστημένου. Τα προγράμματα των παιδικών εμβολιασμών αποτελούσαν για τους φοιτητές Ιατρικής, ιατρούς αλλά και γενικά λειτουργούς επαγγελμάτων υγείας, ένα επιστημονικά αδιαμφισβήτητο, προληπτικό μέτρο, ταυτισμένο σχεδόν απόλυτα με την ίδια τη ζωή του παιδικού πληθυσμού. Από την επαφή με νεαρά ζευγάρια  στο ιατρείο προέκυπτε σχεδόν πάντα ότι η εδραιωμένη πεποίθηση της απόλυτης αποδοχής των παιδικών προγραμμάτων εμβολιασμών, ακόμα και των πλέον ενισχυμένων, ήταν πολλαπλασίως ισχυρή σε σχέση με την πεποίθηση της αναγκαιότητας του θηλασμού των βρεφών τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο της ζωής τους.

Οι απόψεις αυτές αναμφίβολα είναι κυρίαρχες και στη σημερινή εποχή. Ο μόνος όμως παράγοντας που δικαιολογεί μία διαφοροποίηση στις προαναφερθείσες εδραιωμένες απόψεις εκ μέρους των γονέων, είναι η -ολοένα αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια- τάση της έκφρασης σοβαρών προβληματισμών από μέρους τους, σχετικά με την άνευ όρων αποδοχή των ενισχυμένων προγραμμάτων εμβολιασμών, αλλά κυρίως σχετικά με την ασφάλεια αυτών. Αντίστοιχοι προβληματισμοί, υποστηριζόμενοι όμως από σαφή επιστημονικά δεδομένα, εκφράζονται τα τελευταία χρόνια και από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μολονότι λοιπόν το όφελος από τα προγράμματα εμβολιασμών στην ανοσοποίηση του παιδικού πληθυσμού παρουσιάζεται βιβλιογραφικά  πολλαπλάσιο έναντι των κινδύνων, η σωστή ενημέρωση προς τους γονείς πρέπει να περιλαμβάνει και  επιστημονικά στοιχεία προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο πλήρης.

Οι εμβολιασμοί υπό επιστημονική κρίσηΕπιστημονικά κενά στον τομέα της ασφάλειας των εμβολίων

Όσον αφορά στον τομέα της ασφάλειας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε ότι συμβαίνει κάτι που είναι αρκετά παράδοξο αλλά και αδόκιμο για μία τόσο διαδεδομένη ιατρική τεχνική, όπως είναι οι εμβολιασμοί. Οι μελέτες ασφάλειας, που είναι και η βασική πηγή ιατρικής πληροφόρησης για τις πιθανές παρενέργειες ενός εμβολίου, πριν αλλά και μετά από την κυκλοφορία του, έχουν όλες στα πρωτόκολλά τους, εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό διάστημα μελέτης, από μερικές ημέρες έως το πολύ μερικές εβδομάδες. Χαρακτηριστικό γεγονός της παραπάνω τακτικής είναι το εξής:

Ύστερα από πιέσεις συλλόγων γονέων, και ιδιαιτέρως αυτών των οποίων τα παιδιά παρουσίασαν μη αναστρέψιμες βλάβες αποδεδειγμένα από εμβολιασμούς, το Αμερικανικό Κονγκρέσσο ψήφισε ένα εθνικό πρόγραμμα για την καταγραφή των βαρέων παρενεργειών σε παιδιά από τα εμβόλια.

Ονομάστηκε “National Childhood Vaccine Injury Act” και καθιέρωσε ένα σύστημα στο οποίο θα απευθύνονταν οι γονείς. Υπήρξε μεγάλη κριτική, από γονείς και ολίγους ιατρούς, κατά πόσον το σύστημα αυτό εξυπηρετούσε πραγματικά τους σκοπούς της λειτουργίας του. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν οι απόλυτοι περιορισμοί των κριτηρίων χρόνου αλλά και συμπτωμάτων που ίσχυσαν, ώστε να συσχετιστεί μία επιπλοκή με το εμβόλιο. Για παράδειγμα, νευρολογικές βλάβες και ιδιαίτερα εγκεφαλίτιδα, αναγνωρίζονταν μόνο μέχρι 3 ημέρες μετά από το εμβόλιο διφθερίτιδος-τετάνου-κοκκύτη DTP (1), όταν ήδη από το 1930 με μελέτη δημοσιευμένη στο “JAMA” είχε περιγραφεί η συχνή εμφάνιση εγκεφαλίτιδας την 10η –13η ημέρα μετά από τον εμβολιασμό κατά του κοκκύτη. (10)

Πρέπει να υπερτονιστεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία-ούτε μία-κλινική μελέτη σχεδιασμένη αποκλειστικά για την ανίχνευση των πιθανών μη ειδικών μακροπρόθεσμων παρενεργειών των εμβολίων, σε επίπεδο ετών. Μόνο αναδρομικές μελέτες (μελετούν ήδη υπάρχοντα δεδομένα) παρουσιάζονται σποραδικά από ανεξάρτητους φορείς που καταλήγουν σε σαφείς ενδείξεις της αναγκαιότητας για πολυκεντρικές διπλές τυφλές μελέτες πάνω στο θέμα αυτό.

Ένα από τα πολλά ενδεικτικά γεγονότα απότοκα αυτής της κατάστασης είναι και το παρακάτω: Το 1994 μία ειδική επιτροπή  του Ινστιτούτου Ιατρικής, της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Αμερικής, δημοσίευσε μία εμπεριστατωμένη ανασκόπηση σχετικά με την ασφάλεια του εμβολίου της Ηπατίτιδας Β. Όταν η επιτροπή, που είχε και την εξουσιοδοτημένη ευθύνη από το Κονγκρέσσο για την τελική απόφαση της ασφάλειας των εμβολίων, ερεύνησε πέντε πιθανές παρενέργειες του εμβολίου, σχετιζόμενες με αναφερθέντα περιστατικά, διαπίστωσε ότι για τις τέσσερις πιο σοβαρές παρενέργειες δεν μπορούσε να καταλήξει σε επιστημονικό συμπέρασμα. Ο λόγος ήταν ότι κατάλληλες μελέτες ασφαλείας δεν είχαν γίνει ποτέ. Επιπλέον, διαπίστωσαν σοβαρά «επιστημονικά κενά και περιορισμούς στην κλινική γνώση και στην τεχνογνωσία που είναι απαραίτητες για τη μελέτη των παρενεργειών από τα εμβόλια». Η επιτροπή κατέληξε στην αναφορά της ότι: «εάν η έρευνα δεν βελτιωθεί, οι μελλοντικές ανασκοπήσεις ασφαλείας των εμβολίων θα είναι ομοίως αδύνατες».(2)

Επιστημονικές ενδείξεις των μακροπρόθεσμων παρενεργειών  των εμβολιασμών

Αποτέλεσμα του προβληματισμού αρκετών επιστημόνων σε σχέση με τις πραγματικές μακροπρόθεσμες παρενέργειες των εμβολιασμών, είναι η σποραδική δημοσίευση μελετών που δίνουν σαφείς επιστημονικές ενδείξεις σε σχέση με αυτές. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε μερικές.
Το 1994 δημοσιεύτηκε στο ιατρικό  περιοδικό JAMA και Lancet, μία καλοσχεδιασμένη μελέτη με τίτλο «Εμβολιασμός κατά του κοκκύτη και άσθμα. Υπάρχει συσχέτιση;».  Στη μελέτη συμμετείχαν 446 παιδιά και έφηβοι, με μέσο όρο ηλικίας 8 ετών, που θήλασαν αποκλειστικά για τουλάχιστον έξι μήνες και στα οποία δεν υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές διατροφής αργότερα. Οι ερευνητές κατέληξαν σε σημαντικά στατιστικά συμπεράσματα, όταν συνέκριναν τη συνολική υγεία 243 παιδιών που είχαν εμβολιαστεί κατά του κοκκύτη έναντι 203 των οποίων οι γονείς είχαν αρνηθεί τον συγκεκριμένο εμβολιασμό.

Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν αξιοσημείωτες σε πολλούς τομείς της γενικής τους υγείας, όπως για παράδειγμα στηνσυχνότητα των λοιμώξεων του μέσου ωτός (ωτίτιδες), η οποία ήταν διπλάσια στην εμβολιασμένη ομάδα, αλλά κυρίως στις ημέρες νοσηλείας στα νοσοκομεία, που ήταν υπερδιπλάσια στην εμβολιασμένη ομάδα. Όμως η σημαντική διαφορά αποκαλύφθηκε στη διερεύνηση της επίπτωσης του άσθματος στις δύο ομάδες. Η εμβολιασμένη ομάδα είχε ποσοστό επίπτωσης άσθματος 10,69 %, δηλαδή πάνω από ένα στα δέκα παιδιά, ενώ η μη εμβολιασμένη ομάδα είχε αντίστοιχο ποσοστό άσθματος 1,97% δηλαδή λιγότερο από δύο στα εκατό παιδιά. (3)

Οι εμβολιασμοί υπό επιστημονική κρίση

Το 2000 δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal” μία μελέτη ελέγχου της παιδικής θνησιμότητας μετά από την εισαγωγή των εμβολιασμών στη Γουινέα-Μπισώ της Δυτικής Αφρικής. Η χώρα αυτή θεωρείται μία από τις φτωχότερες του κόσμου, κατέχοντας μία από τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως στην παιδική θνησιμότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το έδαφος για μελέτη της παιδικής θνησιμότητας σε σχέση με την εισαγωγή προγράμματος εμβολιασμού ήταν κατάλληλο.

Η μελέτη συμπεριέλαβε 15.351 γυναίκες που γέννησαν τουλάχιστον ένα παιδί μεταξύ 1990 και 1996. Το πρόγραμμα εμβολιασμών που εφαρμόστηκε ήταν το εξής. Εμβολιασμός φυματίωσης και πολυομυελίτιδος αμέσως μετά τη γέννηση, εμβολισμός διφθερίτιδος-τετάνου-κοκκύτη και πολυομυελίτιδος τον 6ο, 10ο και 14ο μήνα  και εμβολιασμός ιλαράς τον 9ο μήνα. Κατά τη μελέτη της  θνησιμότητας του παιδικού πληθυσμού που ακολούθησε συνέβη κάτι επιστημονικά αξιοσημείωτο, που θα άξιζε περαιτέρω κλινικής και εργαστηριακής διερεύνησης. Τα βρέφη, μετά τους πρώτους εμβολιασμούς μέχρι έξι μηνών, παρουσίασαν σημαντική μείωση της θνησιμότητας σε σχέση με πριν, αλλά που δεν σχετιζόταν σε καμία περίπτωση με θανάτους που πριν οφείλονταν σε φυματίωση. Από την άλλη, η θνησιμότητα μετά από τους υπόλοιπους εμβολιασμούς του εξαμήνου σχεδόν διπλασιάστηκε.(4)

Τα ευρήματα αυτά ήταν παράξενα αλλά ταυτίζονταν με τα ευρήματα μίας ανεξάρτητης μελέτης που δημοσιεύτηκε το 1997 στο περιοδικό έντυπο “Primal Health Research”. Στη μελέτη αυτή που διεξήχθη στο σχολείο Rudolf Steiner School La Mhotte της Γαλλίας, μελετήθηκε η επίπτωση του άσθματος σε 210 μαθητές, σε σύγκριση με την επίπτωση του άσθματος σε 274 μαθητές στο Αγγλικό σχολείο British Rudolf Steiner School. Στο δεύτερο σχολείο η επίπτωση του άσθματος στα εμβολιασμένα παιδιά κατά του κοκκύτη ήταν 18,4% σε σχέση με τα ανεμβολίαστα που ήταν 4,02%. Η διαφορά ήταν σαφής και έδειχνε τον ρόλο του εμβολιασμού του κοκκύτη στην εμφάνιση του άσθματος.  Στο Γαλλικό σχολείο, το συνολικό ποσοστό των παιδιών με άσθμα ήταν ασυνήθιστα χαμηλό 2,4%. Στο σχολείο αυτό, τα παιδιά που είχαν εμβολιαστεί κατά του κοκκύτη είχαν το ίδιο χαμηλό ποσοστό επίπτωσης άσθματος, όπως και τα παιδιά που δεν είχαν εμβολιαστεί. Οι ερευνητές μελέτησαν σχολαστικά όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες μεταξύ των δύο σχολείων και κατέληξαν στη μοναδική εμφανή διαφορά.

Τα παιδιά του Γαλλικού σχολείου που είχαν εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό άσθματος, είχαν επίσης αμέσως μετά εμβολιαστεί κατά της φυματίωσης με το εμβόλιο BCG. Στο Βρετανικό σχολείο που παρουσιάστηκαν υψηλά ποσοστά άσθματος στην ομάδα που είχε εμβολιαστεί κατά του κοκκύτη, κανένα παιδί δεν είχε εμβολιαστεί ακόμα κατά της φυματίωσης. Τα ευρήματα ήταν συμβατά με θετική συσχέτιση του εμβολίου του κοκκύτη με το άσθμα και αρνητική-αποτρεπτική συσχέτιση του εμβολίου της φυματίωσης με το άσθμα. (5)
Τα παραπάνω ευρήματα έχουν μεγάλη επιστημονική αξία και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

Το ανοσοποιητικό μας σύστημα

Η επικρατέστερη επιστημονική εξήγηση που έχει δει το φως της δημοσιότητας, ανήκει στον τομέα της Ανοσολογίας. Θα αφιερώσουμε μία παράγραφο σε αυτόν τον τομέα για να γίνει πιο κατανοητή στη συνέχεια η επίδραση των μαζικών εμβολιασμών στο ανοσοποιητικό μας σύστημα

Πιο συγκεκριμένα σχετίζονται με την αναλογία των βοηθητικών λεμφοκυττάρων Th1 (T-helper 1) και Th2 (Τ-helper 2). Πολύ περιληπτικά θα αναφέρουμε ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα χωρίζεται σε δύο βασικούς τομείς. Στην κυτταρική ανοσία στην οποία οφείλονται οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις κυτταρικού τύπου που κινητοποιούν τους πρωταρχικούς αμυντικούς μηχανισμούς και στην οποία συμμετέχουν τα Th1, και στην χυμική ανοσία στην οποία οφείλεται η ειδική παραγωγή αντισωμάτων από τα Β λεμφοκύτταρα. Τα Th2, μέσω των δικών τους κυτοκινών, μειώνουν την κυτταρική ανοσία προς χάριν της χυμικής, ενώ συγκεκριμένες κυτοκίνες των Τh2 κινητοποιούν την παραγωγή ανοσοσφαιρινών IgE των οποίων η αύξηση συσχετίζεται με αλλεργικές καταστάσεις.

Νωρίς στην έναρξη της ζωής, τα Th λεμφοκύτταρα διαφοροποιούνται είτε σε Th1 είτε σε Th2. Η αρχική αυτή διαφοροποίηση των βοηθητικών λεμφοκυττάρων σε Th1 ή σε Th2 παίζει σημαντικό ρόλο στην τελική προσαρμοστική ικανότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος σε σχέση με το περιβάλλον, αφού αναλόγως κυριαρχεί η κινητοποίηση των μακροφάγων κυττάρων (κυτταρική ανοσία, υπερίσχυση των Th1) ή των ειδικών αντισωμάτων (χυμική ανοσία, υπερίσχυση των Th2).  Στα ιατρικά περιοδικά: ”New England Journal of Medicine” και “Thorax” υπάρχουν άρθρα (6,7) στα οποία υποστηρίζεται ότι στο υγιές ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα υπάρχει φυσική υπεροχή των Th1 και της κυτταρικής ανοσίας, ενώ αντίθετα σε ασθενείς με αλλεργίες, άσθμα, και αυτοάνοσα νοσήματα, υπερτερούν τα Th2 και η χυμική ανοσία.

Ο εμβολιασμός κατά της φυματίωσης, στρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα υπέρ της παραγωγής Th1, ενώ ο  εμβολιασμός κατά του κοκκύτη, στρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα υπέρ της παραγωγής Th2,  δρώντας σχεδόν ανταγωνιστικά σε σχέση με τον προηγούμενο εμβολιασμό. Αυτό εξηγεί επαρκώς και τα αποτελέσματα της μελέτης στα δύο διαφορετικά σχολεία που αναφέραμε.  Η υπεροχή αυτή της χυμικής ανοσίας και των Th2, συνοδεύεται από μεγάλη αύξηση διαφορετικών κυτοκινών, αύξηση η οποία μπορεί να είναι έως και καταστρεπτική. Η ιντερλευκίνη Ι  μειώνει τη δράση του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού προκαλώντας μηνιγγικές φλεγμονές και εγκεφαλικές βλάβες.(8).

Η αύξηση της Ιντερφερόνης-γάμμα προκαλεί μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων του εγκεφάλου. (9).Σε μία εξαιρετική μελέτη, πρώτη στο είδος της, που δημοσιεύτηκε το 1997 στο περιοδικό “Vaccine”και στην οποία συγκρίθηκαν τα επίπεδα των κυτοκινών πριν και μετά τον εμβολιασμό ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδος-MMR, πιστοποιήθηκε ότι μία από τις κυρίαρχες αλλαγές ήταν η αύξηση της ιντερφερόνης-γάμμα. (10). Παρόμοια κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που οφείλονται στην αύξηση της ιντερφερόνης-γάμμα έχουν πιστοποιηθεί και σε παιδιά με αυτισμό σε δημοσιεύσεις σε έγκυρα περιοδικά. (11). Η συσχέτιση είναι προφανής και δικαιολογεί την μεγάλη βιβλιογραφία που συνοδεύει τις εκτιμήσεις της πιθανής σχέσης του συγκεκριμένου εμβολίου με την ραγδαία ανεξήγητη αύξηση του αυτισμού και των αναλόγων εκδηλώσεων στις ανεπτυγμένες χώρες τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Μελέτη των επιπέδων κυτοκινών σε 20 αυτιστικά παιδιά αποκάλυψε ότι οι κυτοκίνες των Th1 ήταν συστηματικά χαμηλότερες του μέσου όρου, ενώ οι κυτοκίνες των Th2 ήταν συστηματικά αυξημένες του μέσου όρου στα συγκεκριμένα παιδιά. (12). Με δεδομένο ότι τα εμβόλια χορηγούνται ως ενέσιμα παρεντερικά με σκοπό την διέγερση της αντίδρασης ειδικών αντισωμάτων και την πρόκληση υπεροχής των Th2, οι συσχετίσεις αυτές φαίνεται να μην είναι καθόλου τυχαίες και να εξηγούνται επιστημονικά. Θα έπρεπε η Ιατρική κοινότητα να δώσει ειδικό βάρος στις μελέτες τέτοιου είδους, μια που αφορούν τον πιο ευαίσθητο ανθρώπινο πληθυσμό, τα βρέφη και τα παιδιά.

Το σύνδρομο του πολέμου του Κόλπου και η σχέση με τους μαζικούς εμβολιασμούς των βετεράνων.

Στην αναφορά των μακροπρόθεσμων παρενεργειών των μαζικών εμβολιασμών είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε και το Σύνδρομο του πολέμου του Κόλπου (Gulf war Syndrome) που παρουσίασαν οι βετεράνοι, κυρίως Αμερικανοί και Βρετανοί στρατιώτες, που υπηρέτησαν στον Περσικό Κόλπο το 1990. Μολονότι το σύνδρομο αυτό είναι ακόμα υπό διερεύνηση, είναι πια αποδεκτό ότι οι συγκεκριμένοι στρατιώτες παρουσίασαν μεγάλη αύξηση της νοσηρότητας, με μεγάλη ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων, τέτοια που το παγκόσμιου βεληνεκούς κέντρο ελέγχου νοσημάτων CDC (Center for Disease Control and Prevention), καθιέρωσε καινούρια καταχώρηση νόσου, που ονομάστηκε «CDC Πολυσυστηματική Νόσος» (CDC Multisymptom Illness).

Το αναπόφευκτο ήταν ότι οι ερευνητές άρχισαν να διερευνούν τον ρόλο των πολλαπλών εμβολιασμών που έγιναν στους στρατιώτες αυτούς, στην εμφάνιση τόσων πολλών διαφορετικών κλινικών εκδηλώσεων. Το 2000 δημοσιεύτηκε στο “British Medical Journal” σχετική μελέτη. (13). Μεταξύ των εμβολιασμών που έγιναν ήταν κατά του άνθρακα, της ευλογιάς, του τετάνου, της χολέρας, της πολυομυελίτιδος, του τυφοειδούς πυρετού, του κίτρινου πυρετού, της ηπατίτιδας Β και Α. Ήδη από το 1997, σε δημοσιευμένη μελέτη στο “Lancet”,οι ερευνητές άρχισαν να συσχετίζουν το πολυσυστηματικό  Σύνδρομο του Κόλπου με τους μαζικούς εμβολιασμούς και την προκληθείσα ανισορροπία στο ανοσοποιητικό σύστημα, προάγοντας την δράση των Th2. (14).

Οι μελέτες και αναφορές περιστατικών που συσχετίζουν την εμφάνιση άμεσων παρενεργειών και οδηγούν σε πρόσκαιρες ή μη αναστρέψιμες παθολογικές καταστάσεις μετά από εμβολιασμούς είναι πάρα πολλές. Αρκεί να αναφερθεί ότι ήδη από το 1930 είχε δημοσιευτεί άρθρο του Flexner στο περιοδικό “JAMA” που αναφερόταν στην συχνή εμφάνιση εγκεφαλίτιδας, από την 10η έως την 13η ημέρα, ύστερα από τον εμβολιασμό κατά του κοκκύτη.(15).

Οι αναφερόμενες άμεσες σοβαρές βλάβες είναι πάρα πολλές όπως, για παράδειγμα, η εμφάνιση νευρολογικών και αυτοάνοσων νοσημάτων, αγειίτιδων και αιμορραγικών διαταραχών ύστερα από το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β, η συσχέτιση με μελέτη (16)του αυτοάνοσου ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη  με το εμβόλιο του αιμόφιλου της ινφλουένζας Hib, η συσχέτιση του αυτισμού αλλά και του συνδρόμου διάσπασης της προσοχής στα παιδιά με το εμβόλιο της ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας MMR και οι συνεχείς πρόσφατες αναφορές ερευνητών ότι είναι απόλυτα αναγκαίο να διεξαχθούν μελέτες διερεύνησης των μακροπρόθεσμων παρενεργειών, ώστε να καταγραφεί η αληθής συσχέτιση (17) των εγκεφαλοπαθειών  λίγες ημέρες μετά το εμβόλιο κατά του κοκκύτη ή του συνδυασμού κατά διφθερίτιδας-τετάνου- κοκκύτη DTP.(18,19,20). Η βιβλιογραφία είναι πολύ μεγάλη πραγματικά.

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η αναλυτική καταγραφή των παρενεργειών των εμβολιασμών, αλλά η ανάδειξη των επιστημονικών κενών που συνοδεύουν την τεκμηρίωση της σχέσης αποτελεσματικότητας-ασφάλειας αυτών, καθώς και η παρουσίαση των καταγεγραμμένων στην Ιατρική βιβλιογραφία προβληματισμών και ερμηνειών, κυρίως σχετικά με τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες των μαζικών εμβολιασμών. Οι γονείς οφείλουν να ακολουθούν τις οδηγίες των παιδιάτρων και να συζητούν μαζί τους κάθε προβληματισμό τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Buttram HE, The National Vaccine Childhood Injury Act- a Critique, Townsend Letter for Doctors and Patients, October, 1998: 66-68
2. Stratton KR, CJ Howe, and RB Johnston, Jr., Editors, Adverse Events Associated with Childhood Vaccines; Evidence Bearing on Causality, Institute of Medicine, National Academy Press, Washington D.C., l994 pp. 211-236.
3. Odent MR, Pertussis vaccination and asthma, is there a link? JAMA, 1994; 271:229-231.
4. Kristensen I, Aaby P, Jensen H. Routine vaccinations and child survival:  follow up study in Guinea-Bissau, West Africa. BMJ 2000:321: 1435-9
5. Primal Health Research Newsletter. Spring 1997: Vol.4 No 4.
6. Robinson DS, Predominant TH2-like bronchoalveolar T-Lymphocyte population in atopic asthma, New Engl J Med, Jan. 30, 1992; 326:298-304.
7. Holt PG &PD Sly, Allergic respiratory disease: strategic targets for primary prevention during childhood, Thorax, 1997; 52:1-4.
8. Yamasaki Y, Interleukin-l as a pathogenetic mediator of ischemic brain damage in rats, Stroke, 1995; 26:676-681.
9. Huynh HK & D katerina, Effects of interferon-gamma on primary culture of human brain microvessel endothelial cells, Am J Pathol, 1993; 142:1265-1278.
10. Pabst HF et al, Kinetics of immunologic responses after primary MMR vaccination, Vaccine, 1997; 15(1):10-14.
11. Eufemia PD et al, Abnormal intestinal permeability in children with autism, Acta Paediatr, 1996; 85:1076-1079.
12. Gupta S et al, Th1 and Th2-like cytokines in CD4+ and CD8+ T cells in autism, J of Neuroimmunol, 1998; 85:106-109.
13. Hotopf M, David A, et al. Role of vaccination as risk factors for ill health in veterans of the Gulf War : cross sectional study. BMJ 2000:320:1363-67
14. Rook GAW, Zulma A. Gulf war Syndrome: it is due to a systematic shift in cytokine balance towards Th2 profile? Lancet 1997: 349: 1831-33
15. Flexner S, Postvaccinal encephalitis and allied conditions, JAMA, 1930: 94(5):305-311
16. Classen JB, Classen DC, Association between type I diabetes and Hib vaccine, causal relation likely, British Med Joutnal,1999,319:1133
17. Wakefield AJ &S Montgomery, Measles, mumps, rubella vaccine: through a glass darkly. Adv Drug React Toxicol Rev, Jan 200, 19(3): 1-19
18. Iwasa S et al, Swelling of the brain caused by pertussis vaccine: its quantitative determination and responsible factors in the vaccine, Japan J Med Sci Biol, April, 1985; 38(2):53-65.
19. Jacob J & F Manning, Increased intracranial pressure after diphtheria, tetanus, pertussis immunization, J Dis Child, Feb., 1979; 133:217-218.
20. Gross TP et al, Bulging fontanelle after immunization with diphtheria-tetanus-pertussis, J Pediatrics, March, 1989;114(3):423-425.
21. Neal A. Halsey, MD. Limiting Infant Exposure to Thimerosal in Vaccines and Other Sources of Mercury. JAMA, 1999:282(18)
22. CDC. Thimerosal in vaccines: a joint statement of the American Academy of Pediatrics and the Public Health Service. MMWR 1999:48:563-5
23. EMEA  Position Statement. Recent developments concerning thiomersal in vaccines. London 2000. EMEA / CPMP/1578/00  (www.eudra.org/emea.html)
24. M.E.Pichichero, E.Cemichiari, J.Lopreiato, J.Treanor. Mercury concentrations and metabolism in infants receiving vaccines containing thiomersal: a descriptive study. The Lancet,2002,360: 9347

Πηγή: NaturaNrg #21

Εγγραφείτε σήμερα!

Αποκτήστε απεριόριστη πρόσβαση στο ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ Περιεχόμενό μας

NaturaBUZZ

- Advertisement -

Νεα

Δείτε Επίσης

Contact to Listing Owner

Captcha Code