Το δίκοκκο σιτάρι είναι ένα από τα αρχαιότερα είδη σιταριού στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα σιτηρό ιδανικό για ήπιας μορφής και αειφόρο γεωργία, ενώ δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, αποτελώντας άριστη τροφή ενώ η μεταποίησή του δίνει υψηλής θρεπτικής αξίας προϊόντα.
♦ της Στέλλας Μπανούση
Το δίκοκκο σιτάρι είναι ένας από τους αρχαιότερους σπόρους δημητριακών, αφού έχει καλλιεργηθεί στην Ελλάδα από την παλαιολιθική περίοδο. Αργότερα, στην εποχή του χαλκού εμφανίζονται τα άλλα σιτηρά, όπως το μονόκοκκο, το ντίνκελ και αργότερα μεταλλάξεις όπως το μαλακό, το σκληρό.
Σύμφωνα με ευρήματα σε ανασκαφές στη Μικρά Ασία ανακαλύφθηκαν σπόροι δίκοκκου σιταριού από το 12.000 π.Χ. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν ψωμί από δίκοκκο σιτάρι, θεωρώντας πολύ σημαντική και θρεπτική την αξία του. Στην αρχαιότητα δεν έτρωγαν ψωμί από απλό σιτάρι (μονόκοκκο). Αυτό το είχαν ως τροφή των ζώων και το ονόμαζαν πυρρό. Σχετικές αναφορές έχουμε από τον Όμηρο στην Ιλιάδα αλλά και από διάφορους κλασικούς. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος έτρεφε τη στρατιά του μόνο με το συγκεκριμένο δημητριακό.
Θρεπτικό και ανθεκτικό
Το δίκοκκο σιτάρι περιέχει το αμινοξύ λυσίνη, ένα βασικό δομικό συστατικό όλων των πρωτεϊνών, που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, βοηθάει στην πέψη, την ευκολότερη πρόσληψη του ασβεστίου και του μαγνησίου.
Σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο Σεπτέμβριο στην Κατερίνη με θέμα την καλλιέργεια του δίκοκκου σιταριού, ο γεωπόνος-ζωοτέχνης Μιχάλης Φραγκιαδάκης σημείωσε ότι το δίκοκκο σιτάρι αποτελεί ένα είδος σιταριού και όχι απλώς μια ποικιλία. «Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι έχουμε τη δυνατότητα, μιας και δεν είναι υβρίδιο και φυσικά δεν είναι μεταλλαγμένο, να κρατάμε σπόρο κάθε χρόνο, διότι το προϊόν της παραγωγής συνεχίζει να είναι γόνιμο. Άρα οι καλλιεργητές μπορούν κάθε χρόνο να κρατούν το δικό τους σπόρο, όπως γινόταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια, δίνοντας τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποιος τροφική αυτάρκεια και ανεξαρτησία». Το δίκοκκο σιτάρι, τόνισε ο κ. Φραγκιαδάκης, είναι πολύ ανθεκτικό σε σχέση με τα υπόλοιπα σιτηρά τόσο στα έντομα όσο και στους μύκητες, δηλαδή δαυλίτη, σκωρίαση και λοιπές μυκητιάσεις, ενώ είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι περιέχει 17% πρωτεΐνη, όταν τα άλλα σιτάρια περιέχουν 13-14%, αυξάνοντας τη θρεπτική του αξία.
Τα δίκοκκα σιτάρια είναι η αρχαιότερη ποικιλία σπόρων στην Ελλάδα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλή θρεπτική αξία. Οι Ιταλοί το ονομάζουν Farro, οι Γερμανοί Emmer και οι Έλληνες ζέα ή ζειά. Ο επίσημος παγκόσμιος όρος για το Δίκοκκο Σιτάρι είναι Triticum Dicoccum.
Από διατροφικής άποψης, το δίκοκκο σιτάρι περιέχει περισσότερη πρωτεΐνη από τα άλλα είδη σιταριού και η γλουτένη του είναι διαφορετικού τύπου. Για το λόγο αυτό αφομοιώνεται ευκολότερα από τον οργανισμό μας, χωρίς να δημιουργεί δυσανεξία. Ακόμη, διαθέτει μεγαλύτερη ποσότητα σε βασικά αμινοξέα (λυσίνη), ινώδεις ουσίες, εύπεπτες πρωτεΐνες (αλβουμίνες, σφαιρίνες) και ανόργανα στοιχεία (μαγνήσιο).
|
Δυσανεξία στη γλουτένη. Τι πρέπει να προσέχετε στις ετικέτες. |