Ένα λεξικό οικολογικών επιστημονικών όρων, ιδιαίτερα σημαντικό για τον ευαίσθητο τομέα του περιβάλλοντος και της οικολογίας. Μπορεί να βοηθήσει όλους μας στην κατανόηση «καινούριων εννοιών» που έχουν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. *
Αειφόρος (βιώσιμη) διαχείριση: ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων για την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών του παρόντος, χωρίς αυτό να παρεμποδίζει την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών στο μέλλον.
Αέρια θερμοκηπίου: αέρια που συντελούν στην εμφάνιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, όπως χλωροφθοράνθρακες, μεθάνιο, διοξείδιο του άνθρακα, οξείδιο του αζώτου, όζον και υδρατμοί.
Αεροζόλ: ολλοειδής ουσία, φυτική ή τεχνητή, που αιωρείται στον αέρα εξαιτίας της πολύ αργής πτώσης των σωματιδίων της.
Αιματοειδής βροχή: βροχή κοκκινωπού χρώματος, που προκαλείται από σωματίδια σκόνης μεταφερόμενα από άνυδρες περιοχές, όπως έρημοι, από τον αέρα και τα οποία στη συνέχεια πέφτουν με τη βροχή.
Ακτινοβολία άλφα: ραδιενεργός ακτινοβολία που προκύπτει από την εκπομπή σωματιδίων άλφα, κατά τη διάρκεια μιας πυρηνικής αντίδρασης. Προκαλεί υψηλό ιονισμό.
Ακτινοβολία βήτα: ροή σωματιδίων βήτα που εκπέμπονται από ραδιενεργούς πυρήνες.
Άλγη: κατώτεροι φωτοσυνθέτοντες φυτικοί οργανισμοί, χωρίς διαφοροποιημένους ιστούς (θαλλόφυτα). Οι περισσότεροι είναι υδρόβιοι.
Αλδεΰδες: οργανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία χρωμάτων. Είναι γνωστές ως ρύποι, επειδή έχουν δυσάρεστη οσμή και ερεθίζουν μύτη και μάτια. Πολλές αλδεΰδες είναι τοξικές.
Αλντρίν: γεωργικό εντομοκτόνο που αποτελεί σημαντικό ρύπο λόγω του ότι βιοσυσσωρεύεται και μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
Αλογονωμένοι φθοράνθρακες: ονομασία για χημικές ενώσεις που βασίζονται στο αιθάνιο ή στο μεθάνιο και περιέχουν άτομα αλογόνου. Χρησιμοποιούνται ως ψυκτικά υγρά, προωθητικά αερολυμάτων, στην κατάσβεση των πυρκαγιών και ως διαστολείς αφρού. Όταν εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας διασπώνται σε μονοξείδιο του χλωρίου που μετατρέπει το όζον σε οξυγόνο, με αποτέλεσμα τη μείωση της στοιβάδας του όζοντος.
Αμίαντος: συλλογικός όρος για μια ομάδα πυριτικών αλάτων μαγνησίου. Η εισπνοή των μικροσκοπικών ινών του μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες, όπως πνευμονοκονίωση, καρκίνο των βρόγχων, του υπεζωκότος και του περιτοναίου.
Ανακύκλωση: επαναχρησιμοποίηση ενός υλικού, όχι αναγκαστικά στην αρχική του μορφή.
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: είναι οι φυσικοί διαθέσιμοι πόροι – πηγές ενέργειας, που υπάρχουν σε αφθονία στο φυσικό μας περιβάλλον, που δεν εξαντλούνται αλλά διαρκώς ανανεώνονται και που δύνανται να μετατρέπονται σε ηλεκτρική ή θερμική ενέργεια, όπως είναι ο ήλιος, ο άνεμος, η βιομάζα, η γεωθερμία, οι υδατοπτώσεις, η θαλάσσια κίνηση. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης τους οφείλεται σε δύο λόγους: i) την επίλυση του ενεργειακού προβλήματος, αφού τα αποθέματα συμβατικών πηγών ενέργειας εξαντλούνται και ii) το ότι πρόκειται για φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις.
Ανάλυση κύκλου ζωής (προϊόντος). Μέθοδος για την εκτίμηση της όλης «ζωής» ενός προϊόντος, δηλαδή όλων των εμπλεκόμενων σταδίων, όπως πρώτες ύλες, εξασφάλιση υλικών, κατασκευή, διανομή, πώληση, χρήση, επαναχρησιμοποίηση και συντήρηση, ανακύκλωση, και διαχείριση διάθεσης, προκειμένου να κατασκευάζονται προϊόντα λιγότερο καταστρεπτικά για το περιβάλλον.
Άνθρακας: μη μεταλλικό στοιχείο, του οποίου οι ενώσεις συνθέτουν κάθε ζωντανό οργανισμό. Μετά το θάνατο των οργανισμών, κάτω από ειδικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, η οργανική ύλη μπορεί να μετατραπεί σε γαιάνθρακα ή πετρέλαιο (ορυκτά καύσιμα) ή σε φυσικό αέριο.
Απόβλητα, αδρανή: απόβλητα που, υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν προκαλούν χημικές ή βιολογικές αντιδράσεις και δεν ρυπαίνουν.
Απόβλητα, βιομηχανικά: ως βιομηχανικά, ορίζονται τα απόβλητα που προέρχονται από εργοστάσια, από μεταφορές και άλλες δραστηριότητες όπως, π.χ, αποχέτευση, παροχή ενέργειας κ.λ.π.
Απόβλητα, δηλητηριώδη: απόβλητα που μπορεί να υποβάλλουν ανθρώπους ή ζώα σε κίνδυνο θανάτου ή βλάβης της υγείας.
Απονιτροποίηση: η μετατροπή νιτρικού ή νιτρώδους άλατος σε αέρια προϊόντα, κυρίως άζωτο και νιτρικό οξύ, από ορισμένους τύπους βακτηρίων. Η απονιτριοποίηση λαμβάνει χώρα υπό αναερόβιες ή μικρό-αερόβιες συνθήκες.
Απορρυπαντικό: καθαριστική ουσία που περιέχει πετροχημικούς ή άλλους, συνθετικής προέλευσης, παράγοντες. Πολλά απορρυπαντικά δεν είναι βιο-αποδομήσιμα ή ρυπαίνουν με φώσφορο τα υδατικά συστήματα και προκαλούν ευτροφισμό.
Απορρυπαντικό, ανιονικό: απορρυπαντικό που περιλαμβάνει ενώσεις οι οποίες συμπεριφέρονται ως ανιόντα.
Απορρυπαντικό, τασιενεργό: περιέχει παράγοντες που αυξάνουν τη διαβροχή του υλικού.
Αρσενικό: παρουσιάζει μεγάλη τοξικότητα.
Αστικά Στερεά Απόβλητα: ονομασία που δίνεται στα απόβλητα οικιακά και εμπορικά υλικά, που παράγονται σε ένα δήμο.
Αστικοποίηση: η διαδικασία συγκέντρωσης πληθυσμού σε πόλεις, καθώς και η επέκταση και αναδιάρθρωση των αστικών κέντρων λόγω της εγκατάστασης αγροτικών πληθυσμών, με παράλληλη εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Αφαλάτωση: μερική ή ολική αφαίρεση διαλυμένων στερεών από το αλμυρό ή υφάλμυρο νερό, προκειμένου να καταστεί κατάλληλο για οικιακή, γεωργική και βιομηχανική χρήση.
* Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στο «ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗ
Κίμων Χατζημπίρος, Παναγιώτης Παναγιωτίδης, Ρένα Καρακατσάνη.
Στο παρόν λεξικό περιλαμβάνονται περίπου 2.000 όροι από τους χώρους της περιβαλλοντικής επιστήμης και τεχνολογίας, της οικολογίας και της περιβαλλοντικής πολιτικής, με τις αποδόσεις τους από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα.