– Θα’ ρθετε στο γάμο;
– Μα φυσικά, πάντα ήθελα να παρακολουθήσω ένα παραδοσιακό μουσουλμανικό μυστήριο.
– Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, ο γάμος είναι πολιτικός.
Tου Απόστολου Στάικου
Κι όμως θρησκευτικός γάμος στην Τουρκία δεν υπάρχει, πάρα μόνο μια ευχή από τον Ιμάμη. Έτσι ο Αλί και η Σεντά παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο που δεν διήρκησε περισσότερο από πέντε λεπτά. Η τελετή δεν πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πίστα του μαγαζιού που έγινε το γλέντι, παρουσία εκπροσώπου του δημάρχου.
Ο Αλί είναι 28 και η Σεντά 27 ετών. Γνωρίστηκαν μέσω φίλων και μετά από 2 χρόνια σχέσης, αποφάσισαν να παντρευτούν. Φυσικά δεν υπήρξε ολοκληρωμένη ερωτική επαφή πριν ανταλλάξουν όρκους αιώνιας αγάπης. Όταν η κοπέλα άφηνε για πάντα το πατρικό της, είχε δεμένη γύρω από το νυφικό μια κόκκινη κορδέλα. Τη Σεντά πήραν από το σπίτι ο γαμπρός και περίπου 30 συγγενείς του!
Μόλις ολοκληρώθηκε η τελετή, βράδυ Σαββάτου, ο γαμπρός φίλησε τη νύφη στο μέτωπο. «Μα γιατί όχι στο στόμα;». Παράδοση, σεβασμός, είναι η απάντηση. Το στόμα θα το μοιραστούν όταν μείνουν μόνοι.
Πρωινό Κυριακής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κόσμος, αυτοκίνητα, επίσημοι. Στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου χειροτονείται ο νέος επίσκοπος Ἀμορίου, Νικηφόρος. «Μιλάμε Ελληνικά» γράφουν τα μαγαζιά που βρίσκονται στους γύρω δρόμους. Οι Τούρκοι καταστηματάρχες έχουν μάθει λίγα ελληνικά, για να επικοινωνούν με τα καραβάνια των Ελλήνων που καταφτάνουν στο Φανάρι.
Κι αν οι «καλημέρες» στους δρόμους έχουν λιγοστέψει, οι αναμνήσεις είναι εδώ. Ο ψηφιδωτός αρχάγγελος στο παλιό «Καφενείον» ακόμη σου χαμογελά. Το μαγαζί δεν φτιάχνει πια τούρκικο καφέ, ή ελληνικό αν προτιμάτε, αλλά ο αρχάγγελος ακόμα σου δείχνει τον δρόμο προς το Φανάρι.
Στα γύρω στενά, σπίτια παλιά και εγκαταλελειμμένα αρχοντικά. Άνθρωποι φτωχοί που σε κοιτάζουν μάλλον διερευνητικά, ενώ το περίφημο «Κόκκινο Σχολείο» ξεχωρίζει στην κορυφή του λόφου. Χτίστηκε το 1883 από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δημάδη, ενώ λειτουργεί ακόμη και σήμερα ως ελληνικό σχολείο, αν και πλέον οι μαθητές του είναι πολύ λιγότεροι.
Η περιοχή γύρω από το πατριαρχείο κρύβει μυστικά. Δύο στενά πίσω από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, υπάρχει ένας σταυρός που σημαίνει ότι εδώ υπήρχε εκκλησία. Πόρτα όμως δεν φαίνεται. Πρέπει να περπατήσεις και να φτάσεις σε μια μαύρη, κλειστή καγκελόπορτα. Για να μπει κανείς πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι και να ανοίξει ο Τούρκος φύλακας.
«Έλληνας;» ρωτάει και χαμογελά. Σπάνια δέχεται επισκέπτες η «Παναγία η Μουχλιώτισσα».
Είναι μια από τις Εκκλησίες που δεν μετατράπηκαν σε τζαμιά μετά την άλωση της Πόλης. Στον τοίχο ακόμη υπάρχει το φιρμάνι που υπέγραψε ο Σουλτάνος το 1454 και με το οποίο επέτρεπε τη λειτουργία της εκκλησίας. Όχι πως δεν έχουν αλλοιωθεί οι τοιχογραφίες της, αλλά δεν αλλαξοπίστησε η «Παναγία η Μουχλιώτισσα». Δεν πρόκειται για μια εντυπωσιακή εκκλησία που τα ταξιδιωτικά γραφεία περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους. Ταπεινή και κρυμμένη, περιμένει τους επισκέπτες που θα την αναζητήσουν, μετά το προσκύνημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ας γνωριστούμε καλύτερα…
«Έλληνας;» ρώτησε και ο σερβιτόρος σε ένα από τα καφέ της πλατείας Ταξίμ και δίχως να περιμένει απάντηση, μιλά για την ιστορία της Πόλης σε καλά ελληνικά. «Ας γνωριστούμε καλύτερα» είναι ο τίτλος του προγράμματος εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας που χρηματοδοτείται από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και υλοποιείται από το προξενείο της Κωνσταντινούπολης.
Περίπου 500 Τούρκοι μαθαίνουν ελληνικά και ο 24χρονος Ίνγκιν είναι ένας από αυτούς. Σπουδάζει Νομική και παράλληλα εργάζεται ως σερβιτόρος για το «χαρτζιλίκ», όπως λέει. Ελληνικά θέλει να μάθει και ο Αλί, ο γαμπρός που φίλησε τη νύφη του στο μέτωπο. Ο προπάππους του και η προγιαγιά του γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Καβάλα. Είναι οπαδός της Μπεσίκτας, όμως στηρίζει και τον Ολυμπιακό. «Ας κερδίσει ο καλύτερος» λέει, όταν οι δύο ομάδες συναντιούνται στο γήπεδο.
Στους Βυζαντινούς χρόνους η Μπεσίκτας ονομάζοταν Διπλοκιόνιον και αποτελούσε καταφύγιο πλοίων, καθώς εκεί μαλακώνουν οι ισχυροί βορειοανατολικοί άνεμοι. Κατά την Οθωμανική περίοδο, η περιοχή εξελίχθηκε σε θέρετρο των Σουλτάνων που έκτισαν εκεί κυνηγετικά περίπτερα και παραθεριστικές κατοικίες. Σήμερα η Μπεσίκτας έχει έντονη νυχτερινή ζωή και περιλαμβάνει μερικά από τα πιο ζωντανά σημεία της Πόλης, όπως το Μέγα Ρεύμα (Aρναβούτκιοϊ, Arnavutköy), το Χηλές (Bebek), το Λεβέντ (Levent), το Ετίλερ (Etiler), το Ορτάκιοϊ (Ortaköy) και το Ασίαν (Aşiyan).
Η Μπεσίκτας όμως φημίζεται για το καλύτερο σάντουιτς κοκορέτσι! Οι «αραμπατζήδες» (πλανόδιοι υπαίθριοι ψήστες) πρώτα ψήνουν το ψωμί στα κάρβουνα και στη συνέχεια το γεμίζουν με ψιλοκομμένο κοκορέτσι, ντομάτα, μικρά κομμάτια πράσινης πιπεριάς και ρίγανη. Αποδείχθηκε εξαιρετικό έδεσμα, ενώ ο υπογράφων παραδέχεται πως έφαγε τρία σάντουιτς κοκορέτσι μετά το ξενύχτι.
Στην Πόλη πρέπει να περπατήσεις, να χαθείς…
Να ψάξεις στα στενά της Ταξίμ για τους ψιθύρους της ιστορίας. Να περπατήσεις στις γέφυρες του Βοσπόρου και να παρατηρήσεις το πολύχρωμο πλήθος. Βέβαια για τον Έλληνα ταξιδιώτη υπάρχει η «παγίδα του θρήνου» για την χαμένη Βασιλεύουσα. Πολλά γκρουπ Ελλήνων επισκεπτών πηγαίνουν μόνο σε εκκλησίες και μοναστήρια, χάνοντας έτσι την ομορφιά της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. Όμως η Πόλη έχει να δώσει πολλά σε όποιον αφεθεί στη γοητεία της αποδεχόμενος πως η συνάντηση Βυζαντίου και Οθωμανικού κόσμου «προίκισε» την Πόλη με μνημεία διαφορετικών πολιτισμών.
Η μοίρα των δύο λαών επί σκηνής
Όμως να που η ιστορία των δύο λαών συναντάται επί σκηνής, σε έναν από τους δρόμους της Ταξίμ. Στην οδό Sıraselviler, αριθμός 26, το Θέατρο Πέρα (Tiyatro Pera) παρουσιάζει την παράσταση «Ah Smyrna’m, Güzel İzmir’im» (Αχ! Σμύρνη μου/Όμορφο μου Ιζμίρ). Το θεατρικό έργο της Νεσρίν Καζάνκαγια εκτυλίσσεται το 1923 στην εξοχική έπαυλη της μεγαλοαστικής οικογένειας Βλαστού, τις μέρες που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σμύρνη, μετά τη μεγάλη καταστροφή. Όμως ο νεαρός υπηρέτης Μεχμέτ είναι ερωτευμένος με την Λευκοθέα, την 16χρονη κόρη της οικογένειας που πρέπει να φύγει για την Αθήνα. Ο Μεχμέτ κάποια στιγμή ξεσπάει, βλαστημάει τη «Μεγάλη Ιδέα», υμνεί τους νεότουρκους, χαίρεται που οι «κατακτητές Έλληνες» φεύγουν από τη Μικρά Ασία.
Ο Κωνσταντίνος, ο γιος της οικογένειας, έρχεται στα χέρια με τον νεαρό Τούρκο, φωνάζοντας πως αυτή είναι η γη των προγόνων του εδώ και 3000 χρόνια. Η Τουρκάλα συγγραφέας και πρωταγωνίστρια της παράστασης, είναι γέννημα θρέμμα Σμυρνιά και η γιαγιά της μιλούσε ελληνικά. Πέρασε ενάμιση χρόνο μαζεύοντας υλικό και ιστορίες, ενώ ήρθε και στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) για να μιλήσει με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Η παράσταση ξεκινά με τη γριά αρχόντισσα που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο της. Η κυρα-Ελένη τραγουδά το «εφύτεψα μια λεμονιά και πάω να την ποτίσω», ενώ ο θίασος ερμηνεύει το «Θαλασσάκι μου», τη «Σαμιώτισσα», τη «Γκιουλμπαχάρ» και άλλα τραγούδια. Μέρος των διαλόγων της παράστασης γίνεται στα ελληνικά, με τούρκικους υπέρτιτλους για το κοινό. Η παράσταση παρουσιάστηκε και στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2012 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με ελληνικούς υπότιτλους.
Φανάρι – Αγία Σοφία και Βόσπορος
«Ρωμέικη/Ρωμαίικη» και η τελευταία διαδρομή αυτής της ιστορίας, Φανάρι – Αγία Σοφία με τα πόδια. Χρειάζεται μιάμιση ώρα για να περπατήσει κανείς αυτή την απόσταση, όμως η διαδρομή αποζημιώνει τον γενναίο περιπατητή.
Δίπλα στην Αγία Σοφία βρίσκεται το Μπλε Τζαμί, το υδραγωγείο του Ιουστινιανού, το Τοπ Καπί και τόσα άλλα μνημεία που ζητούν την προσοχή του επισκέπτη. Όμως μια εκκλησία που κρύβεται πίσω από την Αγία του Θεού Σοφία, χωρίς να είναι εντυπωσιακή, με συγκίνησε περισσότερο. Πρόκειται για την Αγία Ειρήνη που χτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και ήταν η μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης πριν την κατασκευή της Αγίας Σοφίας. Οι τοιχογραφίες της έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, σώζεται μόνο ο μεγάλος σταυρός της αγίας τράπεζας.
Το τηλέφωνο χτυπάει, είναι ο Αλί. Τελευταία μας νύχτα στην Πόλη και για να μας αποχαιρετήσει, οργάνωσε νυχτερινή βαρκάδα στο Βόσπορο…