Είναι η μόνη τροφή φυτικής προέλευσης που μπορεί να συναγωνισθεί αντάξια την παντοκρατορία των ζωικών τροφών σε ό,τι αφορά την περιεκτικότητά τους σε πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας και πολύτιμα αμινοξέα.
της Αφροδίτης Ραυτοπούλου
Ο λόγος για τη σόγια, την οποία οι ασιατικοί λαοί έχουν ανακαλύψει εδώ και πολλούς αιώνες, όμως στην Ευρώπη την ανακαλύψαμε και την υμνήσαμε μόλις την τελευταία δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η σόγια είναι ένα προϊόν ασύλληπτα μαζικής παραγωγής, οι γενετικές μεταλλάξεις στις οποίες έχει υποβληθεί τα τελευταία χρόνια, έχουν προκαλέσει ανησυχίες για την ασφάλειά της καθιστώντας μονόδρομο την επιλογή προϊόντων βιολογικής προέλευσης.
Το φυτό της σόγιας χρειάζεται περίπου 150 με 200 ημέρες για να αναπτυχθεί σε θερμά και υγρά κλίματα. Φτάνει περίπου τα 80 εκατοστά σε ύψος και έχει μικρά λευκά ή πορφυρά άνθη, τα οποία δημιουργούν περικάρπια που παράγουν 1 έως 4 καρπούς. Οι καρποί αυτοί αποτελούν τη βάση για μία μεγάλη γκάμα τροφίμων, όπως: γάλα και γιαούρτι σόγιας, τόφου (μοιάζει με μαλακό τυρί), σογιέλαιο, πρωτεΐνη σόγιας (δίνει υφή σε διάφορα προϊόντα, όπως ντρέσινγκ για σαλάτες και σούπες), σάλτσα σόγιας. Πέρα όμως από τις «καθαρές» μορφές σόγιας, υπολογίζεται ότι στην αγορά περίπου τα 2/3 των συσκευασμένων τροφίμων περιέχουν παράγωγά της, όπως σογιέλαιο, λεκιθίνη σόγιας ή σογιάλευρο.
Tο κρέας των χορτοφάγων
Στην Ασία, η σόγια βρίσκεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια στη βάση της τοπικής διατροφικής πυραμίδας. Στην Ευρώπη όμως και στη χώρα μας πιο συγκεκριμένα, η αξία της αναδείχτηκε πριν από μία δεκαετία περίπου. Παρά την καθυστέρηση αυτή, οι αναρίθμητες επιστημονικές έρευνες που ακολούθησαν σχετικά με τα θρεπτικά οφέλη και τις ευεργετικές της ιδιότητες, την κατέστησαν για πολλούς αναπόσπαστο τρόφιμο του καθημερινού διατροφολογίου τους. Μεγαλύτεροι οπαδοί της είναι οι χορτοφάγοι, αφού η περιεκτικότητά της σε πρωτεΐνες την καθιστά επάξιο αντικαταστάτη του κρέατος, αλλά και όσοι παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, αφού τα προϊόντα της σόγιας δεν περιέχουν λακτόζη.
Καταπολεμάει καρκίνο και οστεοπόρωση
Την ίδια στιγμή, οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η τακτική κατανάλωση σόγιας μπορεί να προστατεύσει από ορισμένες μορφές καρκίνου (του προστάτη και του παχέος εντέρου), χάρη σε μία ομάδα φυτικών ουσιών που περιέχει, τις ισοφλαβόνες, οι οποίες αποτρέπουν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων ρυθμίζοντας τις ορμόνες στον οργανισμό. Οι ίδιες ουσίες συμβάλλουν επίσης στη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης και της πίεσης, προστατεύοντας έτσι από την αθηροσκλήρωση και τις καρδιοπάθειες. Ακόμα, καθότι η σόγια αποτελεί πλούσια πηγή ασβεστίου, θεωρείται ασπίδα απέναντι στον κίνδυνο της οστεοπόρωσης, ενώ την ίδια στιγμή η περιεκτικότητά της σε προβιοτικά την καθιστά πολύτιμη για την υγεία της εντερικής χλωρίδας. Εκτός όμως από καλή πηγή πρωτεΐνης και ασβεστίου, η σόγια είναι πλούσια και σε μαγνήσιο, σίδηρο, ψευδάργυρο και σελήνιο.
Προσοχή στη μεταλλαγμένη
Χάρη στα αμέτρητα αυτά θρεπτικά οφέλη της, η σόγια κέρδισε δίκαια τον τίτλο του «ελιξίριου της μακροζωίας». Παρ’ όλα αυτά, η καλή φήμη της άρχισε να κλονίζεται από τη στιγμή που στην αγορά έκαναν την εμφάνισή τους τα προϊόντα μεταλλαγμένης σόγιας.
Σύμφωνα με τις έρευνες της Greenpeace, στη χώρα μας εισάγονται κάθε χρόνο πάνω από 250.000 τόνοι μεταλλαγμένης σόγιας από τις ΗΠΑ και την Αργεντινή. Από έρευνες που έχουν γίνει, έχει διαπιστωθεί ότι μέσω της κατανάλωσης μεταλλαγμένων υπάρχει το ενδεχόμενο τοξικής δράσης, πρόκλησης αλλεργιών και αύξησης της αντίστασης των μικροβίων στα αντιβιοτικά, ενώ ανυπολόγιστοι και μη αναστρέψιμοι χαρακτηρίζονται και οι σχετικοί κίνδυνοι για το περιβάλλον.
Η Greenpeace δίνει αγώνα για να σταματήσει τέτοιου είδους γενετικές μεταλλάξεις και να ευαισθητοποιήσει τους καταναλωτές, στρέφοντάς τους προς τα βιολογικά προϊόντα που είναι καθ’ όλα ασφαλή. Στην ιστοσελίδα της οργάνωσης, μπορεί να ενημερωθεί κανείς μέσω του Οδηγού Καταναλωτών για τις εταιρίες που χρησιμοποιούν αποκλειστικά μη μεταλλαγμένους οργανισμούς στις καλλιέργειες και τις ζωοτροφές τους και δε θέτουν σε κίνδυνο τη διατροφική ασφάλεια, την οικολογική ισορροπία και τη βιοποικιλότητα.